διαταράσσομαι

διαταράσσομαι
διαταράσσομαι, διαταράχθηκα και διαταράχτηκα, διαταραγμένος βλ. πίν. 28 και πρβλ. διαταράζομαι

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρακινώ — παρακινῶ, έω, ΝΜΑ συμβουλεύω και συγχρόνως ενθαρρύνω κάποιον να κάνει κάτι, παρορμώ, ερεθίζω, εξωθώ, παροτρύνω αρχ. 1. διαταράσσω, συγχέω 2. διαταράσσομαι, θολώνομαι 3. εγείρω ταραχές, σχηματίζω φατρίες, ενεργώ εναντίον καθεστώτων 4. κινώ σφοδρώς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”